ταρταριος

ταρταριος
    ταρτάριος
    3
    Anth. = ταρτάρειος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ταρταριος" в других словарях:

  • ταρτάριος — ία, ον, ΜΑ βλ. ταρτάρειος …   Dictionary of Greek

  • ταρτάρειος — α, ο / ταρτάρειος, εῑα, ον, ΝΜΑ, και ταρτάριος, ία, ον, ΜΑ, και ταρτάρεος, έα, ον, Α [Τάρταρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάρταρο 2. (κατ επέκτ.) θεοσκότεινος, ζοφερός, τρομερός μσν. ως κύριο όν. Ταρτάριος και Ταρτάρειος (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • υποταρτάριος — ον, MA, θηλ. και ία Μ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον Τάρταρο, στα τάρταρα (α. «ἐς σήραγγα τὴν ὑποταρταρίαν», Κ. Μανασσ. β. «θεοὺς... τοὺς ὑποταρταρίους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ταρτάριος (< Τάρταρος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»